σωφρονίζονται

σωφρονίζονται
σωφρονίζω
recall
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύρυθμος — η, ο (ΑΜ εὔρυθμος, ον) 1. (για μουσική ή λόγο) αυτός που έχει ωραίο, κανονικό ρυθμό 2. συμμετρικός, με αρμονική αναλογία τών μερών μσν. αρχ. (για πρόσωπα) ευπρεπής, κόσμιος αρχ. 1. καλά προσαρμοσμένος 2. (για τον σφυγμό) κανονικός 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”